- υπερμικροσκοπικός
- η , ό[ν]1) относящийся к электронному микроскопу; 2) сверхмикроскопический (видимый только через электронный микроскоп)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υπερμικροσκοπικός — ή, ό, Ν [υπερμικροσκόπιο] 1. αυτός που είναι μικρότερος από τον μικροσκοπικό 2. φρ. «υπερμικροσκοπικοί οργανισμοί» βιολ. οργανισμοί μη ορατοί με τα κοινά μικροσκόπια … Dictionary of Greek
υπερμικροσκοπικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με το υπερμικροσκόπιο, που δεν είναι ορατός με τα κοινά μικροσκόπια: Υπερμικροσκοπικοί οργανισμοί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βακτηριοφάγος — ο υπερμικροσκοπικός οργανισμός που προκαλεί την καταστροφή του βακτηρίου … Dictionary of Greek
υπεριός — ο, Ν βιολ. υπερμικροσκοπικός νοσογόνος μικροοργανισμός που ζει παρασιτικά μέσα στα κύτταρα ζώων ή φυτών και τού οποίου το μέγεθος κυμαίνεται μεταξύ 10 και 300 χιλιοστών τού μικρομέτρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + ιός. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν … Dictionary of Greek